-
1 ἐπι-φάνεια
ἐπι-φάνεια, ἡ, 1) das Erscheinen, die Erscheinung, καραδοκοῦντες τὴν ἐπ. τῆς ἡμέρας Pol. 3, 94, 3; τῶν πολεμίων 1, 54, 2; a. Sp.; bes. vom Hülfe bringenden Erscheinen der Götter, D. Hal. 2, 68; Plut. u. A.; auch von der in außerordentlichen Begebenheiten sich offenbarenden göttlichen Macht u. Vorsehung, ἡ ἐν ταῖς ϑεραπείαις ἐπιφ. D. Sic. 1, 25, wo Wesseling zu vgl.; Plut. Them. 30 Camill. 16; bei K. S. die Erscheinung Christi. – 2) das Erscheinen von außen oder von oben, dah. die Oberfläche, Außenseite, τὴν ἐπιφάνειαν χροιὰν ἐκάλουν οἱ Πυϑαγόρειοι Arist. de sens. 3; μοσχείῳ δέρματι περιείληπται τὴν ἐκτὸς ἐπιφάνειαν, die Außenseite des Schildes, Pol. 6, 23, 3; die Fläche, ὃ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει, Eucl. u. a. Mathem.; Seite, καὶ πλευρά Pol. 6, 27, 3; τὰς τρεῖς ἐπιφανείας τῆς πόλεως, drei Seiten der Stadt, 4, 70, 9; die Front des Heeres, 3, 116, 10. – Uebertr., das äußere Ansehen, Glanz, Ehre, Plat. Alc. I, 124 c; ἐπιφάνειαι καὶ λαμπρότητες Isocr. 6, 104; Pol. 6, 43, 7 u. Sp., wie D. Sic. 19, 1; τὸ μέγεϑος τῶν δικῶν – ἐπιφάνειάν τινα ἐποίησε, machte Aufsehen, Is. 17, 13. – Anschein, Schein, der ἀλήϑεια entgeggstzt, Suid.
-
2 ἐπιφάνεια
ἐπι-φάνεια, ἡ, (1) das Erscheinen, die Erscheinung; bes. vom Hilfe bringenden Erscheinen der Götter; auch von der in außerordentlichen Begebenheiten sich offenbarenden göttlichen Macht u. Vorsehung; die Erscheinung Christi. (2) das Erscheinen von außen oder von oben, dah. die Oberfläche, Außenseite; μοσχείῳ δέρματι περιείληπται τὴν ἐκτὸς ἐπιφάνειαν, die Außenseite des Schildes; die Fläche; τὰς τρεῖς ἐπιφανείας τῆς πόλεως, drei Seiten der Stadt; die Front des Heeres. Übertr., das äußere Ansehen, Glanz, Ehre; τὸ μέγεϑος τῶν δικῶν ἐπιφάνειάν τινα ἐποίησε, machte Aufsehen. Anschein, Schein, der ἀλήϑεια entgeggstzt--------------------------------ἐπι-φάνεια, τά, sc. ἱερά, das Fest der Erscheinung Christi
См. также в других словарях:
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek